προάγω

προάγω
προάγω [ᾰ], [tense] fut. -άξω: [tense] pf. [voice] Act.
A

προῆχα D.19.18

, 25.8, Paus.3.11.10 :—[voice] Med., v. infr.: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, v. infr. 1.7 :—lead forward or onward,

μιν ἐς τὰ οἰκία Hdt.3.148

, etc.; escort on their way, Id.8.132;

τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδόν X.Cyr.3.3.23

:—[voice] Pass., to be led on,

προαγομένης τῆς πόλεως ἐπὶ συμφοράς And.2.9

.
2 carry on,

αἱμασιάν D.55.27

; produce, Plot.3.7.6 :—[voice] Pass., [τάξις] εἰς ὀξὺ προηγμένη brought to a point, Arr.Tact.16.8.
b bring on in age, etc.,

προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν X.Cyr.1.4.4

:—[voice] Pass., ἐπὶ πλείω προῆκται τῆς κατ' ἰητρικὴν ἐπιμελείας belong to more advanced medical study, Hp.Medic.13.
c increase, raise a dose,

ἐπὶ ἓξ κοτύλας Ruf.Fr.68

(v.l. προς-).
3 bring forward, νεκρόν εἰς τὸ φανερόν, τι εἰς τὸ πρόσθεν, Pl.Lg.960a, Plt.262c;

τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν Id.Ep. 341d

;

βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Plu.2.552d

; οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς, = οἱ γονεῖς, Poll.3.8, cf. Hld.7.23; call up an apparition, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.
b bring before a tribunal, SIG826G22 (ii B.C., [voice] Pass.);

π. δάνειον POxy.1562.14

(iii A.D.).
4 lead on, induce, persuade,

δόλῳτινὰς π. Hdt.9.90

;

ὡς ἡχρεία προάγει Th.3.59

: with inf. added, κινδυνεύειν τινὰ π. ib.45;

ἐγὼ προήγαγον ὑμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν D.18.206

: with Preps.,

π. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn. 386

(nisi leg. παράγει)

; τινὰς ἐς λόγους Pl.Ti.22a

;

εἰς μῖσος X.HG 3.5.2

; τὰς συγγενείας εἰς ἔχθραν, εἰς ἄνοιαν τὴν πόλιν, Isoc.4.174, 8.121;

εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arist.Rh.1354a25

; εἰς γέλωτα ib. 1415a37; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, opp. προτρέψασθαι, X.Mem.1.4.1;

πάντας ἐκ . . πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Isoc.5.141

;

πρὸς . . κακίας ὑπερβολήν D. 20.36

;

ἐμαυτὸν εἰς ἀπέχθειαν Id.23.1

:—[voice] Med., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά move one to laughter, Hdt.2.121.

δ'; τὴν ὑγρότητα αὐτῶν τοῦ ἤθους εἰς ἔλεον Lycurg.33

;

προαξόμεθ' . . εἰς ἀνάγκην D.5.14

: c.inf.,

τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν X.Eq.Mag.5.15

, cf. Aeschin.3.117, Arist.Pol.1270b2:—freq. in [voice] Pass.,

προαχθέντας εἰς φιλοποσίαν X. Mem.1.2.22

;

εἰς τοῦτ' ὀργῆς προήχθησαν ὥστε. . Isoc.20.8

: c. inf.,

οὐ γὰρ ἔγωγε προαχθείην ἂν εἰπεῖν D.21.79

, cf. 18.269, Arist.Ph.194a31;

προάγεται λαλεῖν Men.164

;

πολλὰ προηγμένον πρᾶξαι D.5.23

, etc.
5 carry forward, advance, π. τὴν πόλιν lead it on to power, Th.6.18, D.19.18; π. αὐτὴν (sc. τὴν ἀρχὴν)

ἐς τόδε Th.1.75

, cf. Arist. Pol.1274a10;

λόγοισι προάγει . . , ἔργοισι δ' οὐδὲ κινεῖ Cratin.300

; οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον [τὴν ἔχθραν] carried it so far, D.18.163;

π. [τὰ πράγματα] ἐπὶ τὸ βέλτιον Id.Prooem.38

, etc.; τὴν πραγματείαν π. εἰς τὸ πρόσθεν promote the study, Aristox.Fr.Hist.81; [τὰ μαθήματα] Arist.Metaph.985b24;

τὰς τέχνας Id.SE183b29

, cf. Po.1449a13; π. καὶ διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ carry on and complete . . , Id.EN 1098a22, cf. Pol.1282b35:—[voice] Med.,

ἐς τοῦτο [τὰ Περσέων πρήγματα] προηγάγοντο Hdt.7.50

:—[voice] Pass., increase, become rife, D.19.266.
b of persons, promote or prefer to honour,

δᾶμος εἰς ἀριστοκρατίαν ἄνδρας αἰ προάγοι καλῶς Isyll.3

, cf. Plb.12.13.6
, etc.; τινὰς εἰς δόξαν, ἐφ' ἡγεμονίας, Plu.Them.7, Galb.20, etc.;

ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Luc.Alex.55

.
c prefer in the way of choice, esp. in [voice] Pass.,

αἱ προηγμέναι φυλαί J.AJ4.8.44

: προηγμένος distinguished, outstanding,

ὥρα Philostr.

Jun.Im.Praef.
6 in Stoic Philos., of things neither good nor bad but promoted or advanced above the zero point of indifference,

προηγμένον . . ὃ ἀδιάφορον <ὂν> ἐκλεγόμεθα Zeno Stoic.1.48

, cf. Aristo ib.83, Chrysipp.ib.3.28, etc.; cf. ἀποπροάγω.
7 in [tense] pf. [voice] Pass. with med. sense, οὕτω προῆκται τοὺς παῖδας ὥστε . . has had them brought up in such a way that . . , D.54.23: also in pass. sense,

ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist. EN1180a8

.
8 pronounce a discourse,

κατὰ θεωρίαν π. πάντα Philostr.VS2.9.3

; αἱ κατὰ σχῆμα προηγμέναι τῶν ὑποθέσεων ib.2.4.2.
II intr., lead the way, go before,

πρόαγε δή Pl.Phdr.227c

;

σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Id.Phd. 90b

, cf. X.An.6.5.6, etc.: with acc. added, προῆγε πολὺ πάντας dub. in J.BJ6.1.6 (leg. πάντων): of a commander, lead an advance, push forward, Plb.2.65.1
,3.35.1, etc.
2 metaph., ὁ προάγων λόγος the preceding discourse, Pl.Lg.719a;

αἱ π. γραφαί J.AJ19.6.2

;

ὁ π. μήν PSI5.450.59

(ii A.D.).
3 go on, advance, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Decr. ap. D.18.181;

ἐκ τῶν ἀσαφεστ έρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Arist.Ph.184a19

;

πόρρω π. ὕβρεως Clearch.6

(τὸ ἔργον προῆγε ([etym.] ν) is v.l. for προσῆγε in Hdt.9.92);

πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ 2 Ep.Jo.9

: of Time,

τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Plb.18.8.1

; reach, attain to,

εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδας Phld.Ind.Sto. 32

.
4 excel, τινος Dsc.1.71 (v.l. προέχει)

; ἀρχαιότητι J.Ap.2.15

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προάγω — προάγω lead forward pres subj act 1st sg προάγω , προάγω lead forward pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάγω — προάγω, προήγαγα βλ. πίν. 135 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …   Dictionary of Greek

  • προάγω — 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός. 2. κάνω κάποιον να προοδέψει, ενισχύω, βοηθώ: Οι αποφάσεις του συνεδρίου προάγουν την ιδέα της ειρήνης. 3. προβιβάζω, πάω κάποιον σε ανώτερη τάξη ή βαθμό: Το ποσοστό των μαθητών που προάγονται είναι μεγάλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκβιομηχανίζω — προάγω τη βιομηχανία χώρας ή περιοχής σε κύριο οικονομικό παράγοντα …   Dictionary of Greek

  • προάγοντ' — προάγοντα , προάγω lead forward pres part act neut nom/voc/acc pl προάγοντα , προάγω lead forward pres part act masc acc sg προάγοντι , προάγω lead forward pres part act masc/neut dat sg προάγοντι , προάγω lead forward pres ind act 3rd pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῆχθ' — προῆκτο , προάγω lead forward plup ind mp 3rd sg προῆκται , προάγω lead forward perf ind mp 3rd sg προῆχθε , προάγω lead forward plup ind mp 2nd pl προῆχθε , προάγω lead forward perf imperat mp 2nd pl προῆχθε , προάγω lead forward perf ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαξόμεθ' — προᾱξόμεθα , προάγνυμι break before aor subj mid 1st pl (epic) προᾱξόμεθα , προάγνυμι break before fut ind mid 1st pl προαξόμεθα , προάγω lead forward aor subj mid 1st pl (epic) προᾱξόμεθα , προάγω lead forward aor ind mid 1st pl (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάγετε — προά̱γετε , προάγω lead forward imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) προάγετε , προάγω lead forward pres imperat act 2nd pl προάγετε , προάγω lead forward pres ind act 2nd pl προάγετε , προάγω lead forward imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάξετε — προά̱ξετε , προάγνυμι break before aor subj act 2nd pl (epic) προά̱ξετε , προάγνυμι break before fut ind act 2nd pl προάξετε , προάγω lead forward aor subj act 2nd pl (epic) προά̱ξετε , προάγω lead forward aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάξομεν — προά̱ξομεν , προάγνυμι break before aor subj act 1st pl (epic) προά̱ξομεν , προάγνυμι break before fut ind act 1st pl προάξομεν , προάγω lead forward aor subj act 1st pl (epic) προά̱ξομεν , προάγω lead forward aor ind act 1st pl (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”